τορνεύει

τορνεύει
τορνεύω
work with a lathe
pres ind mp 2nd sg
τορνεύω
work with a lathe
pres ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • τορνευτολυρασπιδοπηγός — ὁ, Α (κωμ. λ.) (στον Αριστοφ.) αυτός που τορνεύει λύρες και κατασκευάζει ασπίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < τορνευτής + λύρα + ἀσπίς, ίδος + πηγός (< πήγνυμι «μπήγω, στερεώνω»), πρβλ. ναυ πηγός] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”